- ετερόφωνος
- -η, -ο (Α ἑτερόφωνος, -ον)αυτός που έχει διαφορετική φωνήνεοελλ.1. αυτός που μιλά διαφορετική γλώσσα, ο αλλόγλωσσος, ο ξενόγλωσσος2. αυτός που πάσχει από ετεροφωνίααρχ.συνεκδ. αυτός που δεν συμφωνεί, ο ασύμφωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -φωνος < φωνή (πρβλ. ά-φωνος, ημί-φωνος)].
Dictionary of Greek. 2013.